- αναδουλειά
- ηέλλειψη εργασίας, ανεργία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* στερ. + δουλειά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναδουλειά — η (το ανά στερητικό), έλλειψη δουλειάς, ανεργία: Με την αναδουλειά που υπάρχει εδώ στο επάγγελμά μου, λογαριάζω να ξενιτευτώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… … Dictionary of Greek
κεσάτι — το (Μ κεσάτι) συν. στον πληθ. τα κεσάτια πλήρης ή σημαντική έλλειψη εμπορικής κίνησης, εμπορική απραξία, αναδουλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kesat] … Dictionary of Greek
ανεργία — η αναγκαστική αργία, αναδουλειά: Όλες οι κυβερνήσεις παίρνουν μέτρα για την καταπολέμηση της ανεργίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)